- θαλάσσωσις
- θᾰλάσσ-ωσις, εως, ἡ,A inundation, submergence, Thphr.Fr. 30.3, Ph.2.174.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλάττωσις — θαλάσσωσις , θαλάσσωσις inundation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσωση — η (Α θαλάσσωσις) [θαλασσώνω] κατάκλυση παραθαλάσσιων εκτάσεων με θαλασσινό νερό νεοελλ. η καθέλκυση, η καταβύθιση στη θάλασσα … Dictionary of Greek
θαλαττώσεως — θαλασσώσεω̆ς , θαλάσσωσις inundation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)